- αστρικός
- η , ό[ν] относящийся к звёздам, звёздный;
αστρικαί κινήσεις — движения звёзд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστρικαί κινήσεις — движения звёзд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστρικός — ή, ό (AM ἀστρικός, ή, όν) [άστρον] αυτός που έχει σχέση με τ άστρα ή που προέρχεται απ αυτά νεοελλ. αρχ. το θηλ. ως ουσ. η αστρική 1. η αστρολογία 2. η μοίρα του ανθρώπου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. Ι. το αστρικό 1. το πεπρωμένο, το ριζικό 2. ο… … Dictionary of Greek
αστρικός — ή, ό 1. αυτός που έχει να κάνει με τα άστρα: Η αστρική ακτινοβολία είναι διάχυτη στο διάστημα. 2. το ουδ. ως ουσ., αστρικό ο αστερισμός κάτω από τον οποίο γεννήθηκε κανείς, το ζώδιο, η μοίρα μας. 3. το ουδ. στον πληθ., αστρικά τα στοιχεία της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστρικῶν — ἀστρικός of fem gen pl ἀστρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρικῆς — ἀστρικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρικῇ — ἀστρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρικήν — ἀστρικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
γαλέος — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται δύο είδη πλευροτρηματικών χονδριχθύων, με μορφή σκυλόψαρου, του γένους μούστελους, της οικογένειας των καρχαρινιδών. Ο γ. ο κοινός έχει μέσο μήκος 80 εκ., αλλά μπορεί να φτάσει και τα 160 εκ. Τα δόντια του… … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
περιδρομικός — ή, όν, Α [περίδρομος (II)] (για την κίνηση τής Σελήνης) αστρικός, σε αντιδιαστολή με το συνοδικός («περιδρομικὸς κύκλος», Βέττ. Βάλ.) … Dictionary of Greek